- λάκτιμα
- λάκτιμα· λάκτισμα, Hsch., cf. PGen.56.27 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάκτιμα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λάκτισμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάκτισμα. Κατ άλλους, η ορθή γραφή είναι λάκτημα] … Dictionary of Greek